- μεταστάθμευση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασταθμεύω, η αλλαγή τού τόπου στάθμευσης, η στάθμευση σε άλλο τόπο («η μεταστάθμευση τών λεωφορείων προκάλεσε αναστάτωση στο επιβατικό κοινό, που δεν τήν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. μετασταθμεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.